Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπλέω
View word page
συνδιακινδυνεύω
συνδιακινδυνεύω fut. σω to share in danger, Hdt., Plat.
ShortDef
to share in danger
Debugging
Headword:
συνδιακινδυνεύω
Headword (normalized):
συνδιακινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
συνδιακινδυνευω
IDX:
31225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31260
Key:
sundiakinduneu/w
Data
{'content': 'συνδιακινδυνεύω\n fut. σω\n to share in danger, Hdt., Plat.', 'key': 'sundiakinduneu/w'}