Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντεπικουρέω
ἀντεπιμελέομαι
ἀντεπιστέλλω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιχειρέω
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντείρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντευεργετέω
ἀντευνοέω
View word page
ἀντεραστής
ἀντεραστής a rival in love, τινός for another, Ar.: a rival, Plat.
ShortDef
a rival in love
Debugging
Headword:
ἀντεραστής
Headword (normalized):
ἀντεραστής
Headword (normalized/stripped):
αντεραστης
IDX:
3125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3126
Key:
a)nterasth/s
Data
{'content': 'ἀντεραστής\n a rival in love, τινός for another, Ar.: a rival, Plat.', 'key': 'a)nterasth/s'}