Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
View word page
συνδιαιτητής
συνδιαιτητής συν-διαιτητής, οῦ, ὁ, a joint arbitrator, Dem. one who lives with another, a companion, Luc.

ShortDef

a joint arbitrator

Debugging

Headword:
συνδιαιτητής
Headword (normalized):
συνδιαιτητής
Headword (normalized/stripped):
συνδιαιτητης
IDX:
31224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31259
Key:
sundiaithth/s

Data

{'content': 'συνδιαιτητής\n συν-διαιτητής, οῦ, ὁ,\n a joint arbitrator, Dem.\n one who lives with another, a companion, Luc.', 'key': 'sundiaithth/s'}