Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
View word page
συνδιαίτησις
συνδιαίτησις from συνδιαιτάομαι συνδιαίτησις, εως, a living together, intercourse, Plut.

ShortDef

a living together, intercourse

Debugging

Headword:
συνδιαίτησις
Headword (normalized):
συνδιαίτησις
Headword (normalized/stripped):
συνδιαιτησις
IDX:
31223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31258
Key:
sundiai/thsis

Data

{'content': 'συνδιαίτησις\n from συνδιαιτάομαι\n συνδιαίτησις, εως,\n a living together, intercourse, Plut.', 'key': 'sundiai/thsis'}