συνδιαίτησις
συνδιαίτησις
from συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις, εως,
a living together, intercourse, Plut.
{ "content": "συνδιαίτησις\n from συνδιαιτάομαι\n συνδιαίτησις, εως,\n a living together, intercourse, Plut.", "key": "sundiai/thsis" }