Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
View word page
συνδιαιτάομαι
συνδιαιτάομαι Pass. to dwell with or together, Thuc., Isocr.
ShortDef
to dwell with
Debugging
Headword:
συνδιαιτάομαι
Headword (normalized):
συνδιαιτάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιαιταομαι
IDX:
31222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31257
Key:
sundiaita/omai
Data
{'content': 'συνδιαιτάομαι\n Pass. to dwell with or together, Thuc., Isocr.', 'key': 'sundiaita/omai'}