Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
συνδιαλύω
συνδιαμένω
View word page
συνδιάγω
συνδιάγω fut. άξω to go through together: absol. (sc. τὸν βίον) to live together, Arist.
ShortDef
to go through together
Debugging
Headword:
συνδιάγω
Headword (normalized):
συνδιάγω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαγω
IDX:
31221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31256
Key:
sundia/gw
Data
{'content': 'συνδιάγω\n fut. άξω\n to go through together: absol. (sc. τὸν βίον) to live together, Arist.', 'key': 'sundia/gw'}