Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
συνδιάκτορος
συνδιαλλάσσω
View word page
συνδιαβιβάζω
συνδιαβιβάζω Causal of συνδιαβαίνω to carry through or over together, Xen.
ShortDef
to carry through
Debugging
Headword:
συνδιαβιβάζω
Headword (normalized):
συνδιαβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβιβαζω
IDX:
31219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31254
Key:
sundiabiba/zw
Data
{'content': 'συνδιαβιβάζω\n Causal of συνδιαβαίνω\n to carry through or over together, Xen.', 'key': 'sundiabiba/zw'}