Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
συνδιαίτησις
συνδιαιτητής
συνδιακινδυνεύω
συνδιακομίζω
συνδιακοσμέω
View word page
συνδιαβαίνω
συνδιαβαίνω fut. -βήσομαι to go through or cross over together, Thuc., Xen.
ShortDef
to go through
Debugging
Headword:
συνδιαβαίνω
Headword (normalized):
συνδιαβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαβαινω
IDX:
31217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31252
Key:
sundiabai/nw
Data
{'content': 'συνδιαβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to go through or cross over together, Thuc., Xen.', 'key': 'sundiabai/nw'}