Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
συνδιαιτάομαι
View word page
σύνδετος
σύνδετος σύν-δετος, ον, bound hand and foot, Soph. as Subst. σύνδετον, ου, a band, Eur.

ShortDef

(adj) bound hand and foot; united; (n) band

Debugging

Headword:
σύνδετος
Headword (normalized):
σύνδετος
Headword (normalized/stripped):
συνδετος
IDX:
31212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31247
Key:
su/ndetos

Data

{'content': 'σύνδετος\n σύν-δετος, ον,\n bound hand and foot, Soph.\n as Subst. σύνδετον, ου, a band, Eur.', 'key': 'su/ndetos'}