Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
συνδιάγω
View word page
συνδεσμώτης
συνδεσμώτης συν-δεσμώτης, ου, ὁ, a fellow-prisoner, Thuc., Plat.
ShortDef
a fellow-prisoner
Debugging
Headword:
συνδεσμώτης
Headword (normalized):
συνδεσμώτης
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμωτης
IDX:
31211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31246
Key:
sundesmw/ths
Data
{'content': 'συνδεσμώτης\n συν-δεσμώτης, ου, ὁ,\n a fellow-prisoner, Thuc., Plat.', 'key': 'sundesmw/ths'}