Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
συνδιαγιγνώσκω
View word page
σύνδεσμος
σύνδεσμος σύν-δεσμος, ὁ, heterog. pl. σύνδεσμα, a bond of union, bond, fastening, Eur., Thuc.: metaph., good men are called ὁ ξ. τῆς πόλεως the bond that keeps the state together, Plat. in Grammar, a conjunction, Arist.

ShortDef

a bond of union, bond, fastening

Debugging

Headword:
σύνδεσμος
Headword (normalized):
σύνδεσμος
Headword (normalized/stripped):
συνδεσμος
IDX:
31210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31245
Key:
su/ndesmos

Data

{'content': 'σύνδεσμος\n σύν-δεσμος, ὁ,\n heterog. pl. σύνδεσμα, a bond of union, bond, fastening, Eur., Thuc.: metaph., good men are called ὁ ξ. τῆς πόλεως the bond that keeps the state together, Plat.\n in Grammar, a conjunction, Arist.', 'key': 'su/ndesmos'}