Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
συνδιαβιβάζω
View word page
συνδέομαι
συνδέομαι Dep. to join in begging, τί τινος something of a person, Dem.
ShortDef
to join in begging
Debugging
Headword:
συνδέομαι
Headword (normalized):
συνδέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδεομαι
IDX:
31209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31244
Key:
sunde/omai
Data
{'content': 'συνδέομαι\n Dep. to join in begging, τί τινος something of a person, Dem.', 'key': 'sunde/omai'}