Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνδαίνυμι
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
συνδηλόω
συνδημαγωγέω
συνδιαβαίνω
συνδιαβάλλω
View word page
σύνδενδρος
σύνδενδρος σύν-δενδρος, ον, δένδρον thickly-wooded, Babr.

ShortDef

thickly-wooded

Debugging

Headword:
σύνδενδρος
Headword (normalized):
σύνδενδρος
Headword (normalized/stripped):
συνδενδρος
IDX:
31208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31243
Key:
su/ndendros

Data

{'content': 'σύνδενδρος\n σύν-δενδρος, ον,\n δένδρον\n thickly-wooded, Babr.', 'key': 'su/ndendros'}