Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναφανίζομαι
συναφίστημι
συνάχθομαι
συνδαΐζω
συνδαίνυμι
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
συνδέω
σύνδηλος
View word page
συνδειπνέω
συνδειπνέω fut. ήσω to dine or sup with another, c. dat., Xen.; μετά τινων Dem.:—absol. to dine or sup with others, Xen., etc.; οἱ ξυνδειπνοῦντες the members of a picnic party, Xen.

ShortDef

to dine

Debugging

Headword:
συνδειπνέω
Headword (normalized):
συνδειπνέω
Headword (normalized/stripped):
συνδειπνεω
IDX:
31204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31239
Key:
sundeipne/w

Data

{'content': 'συνδειπνέω\n fut. ήσω\n to dine or sup with another, c. dat., Xen.; μετά τινων Dem.:—absol. to dine or sup with others, Xen., etc.; οἱ ξυνδειπνοῦντες the members of a picnic party, Xen.', 'key': 'sundeipne/w'}