Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναύξησις
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συναφίστημι
συνάχθομαι
συνδαΐζω
συνδαίνυμι
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
σύνδετος
View word page
συνδακρύω
συνδακρύω fut. σω to weep with or together, Eur. c. acc. to lament together, Plut.
ShortDef
to weep with
Debugging
Headword:
συνδακρύω
Headword (normalized):
συνδακρύω
Headword (normalized/stripped):
συνδακρυω
IDX:
31202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31237
Key:
sundakru/w
Data
{'content': 'συνδακρύω\n fut. σω\n to weep with or together, Eur.\n c. acc. to lament together, Plut.', 'key': 'sundakru/w'}