Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύναυλος
συναύξησις
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συναφίστημι
συνάχθομαι
συνδαΐζω
συνδαίνυμι
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
συνδεκάζω
σύνδενδρος
συνδέομαι
σύνδεσμος
συνδεσμώτης
View word page
συνδάκνω
συνδάκνω fut. -δήξομαι to bite together, συνδ. τὸ στόμιον of a horse, to take the bit in his teeth, Xen.
ShortDef
to bite together
Debugging
Headword:
συνδάκνω
Headword (normalized):
συνδάκνω
Headword (normalized/stripped):
συνδακνω
IDX:
31201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31236
Key:
sunda/knw
Data
{'content': 'συνδάκνω\n fut. -δήξομαι\n to bite together, συνδ. τὸ στόμιον of a horse, to take the bit in his teeth, Xen.', 'key': 'sunda/knw'}