Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναυλέω
συναυλία
συναυλίζομαι
σύναυλος
συναυξάνω
σύναυλος
συναύξησις
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συναφίστημι
συνάχθομαι
συνδαΐζω
συνδαίνυμι
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
σύνδειπνος
View word page
συνάχθομαι
συνάχθομαι fut. -αχθέσομαι fut. -αχθεσθήσομαι aor1 opt. -αχθεσθείην Dep.:— to be grieved with or together, to condole with, τινι Hdt., Dem., etc.; c. dat. rei, at a thing, Xen.

ShortDef

to be grieved with

Debugging

Headword:
συνάχθομαι
Headword (normalized):
συνάχθομαι
Headword (normalized/stripped):
συναχθομαι
IDX:
31196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31231
Key:
suna/xqomai

Data

{'content': 'συνάχθομαι\n fut. -αχθέσομαι\n fut. -αχθεσθήσομαι\n aor1 opt. -αχθεσθείην\n Dep.:— to be grieved with or together, to condole with, τινι Hdt., Dem., etc.; c. dat. rei, at a thing, Xen.', 'key': 'suna/xqomai'}