Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλίζομαι
σύναυλος
συναυξάνω
σύναυλος
συναύξησις
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συναφίστημι
συνάχθομαι
συνδαΐζω
συνδαίνυμι
συνδαίτης
συνδαίτωρ
συνδάκνω
συνδακρύω
συνδανείζομαι
συνδειπνέω
σύνδειπνον
View word page
συναφίστημι
συναφίστημι Ionic συν-απ aor1 συναπέστησα to draw into revolt together, Thuc.:—Pass., Ionic συναπίσταμαι, with aor2 and perf. act., to fall off or revolt along with others, c. dat., or absol., Hdt., Thuc.

ShortDef

to draw into revolt together

Debugging

Headword:
συναφίστημι
Headword (normalized):
συναφίστημι
Headword (normalized/stripped):
συναφιστημι
IDX:
31195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31230
Key:
sunafi/sthmi

Data

{'content': 'συναφίστημι\n Ionic συν-απ\n aor1 συναπέστησα\n to draw into revolt together, Thuc.:—Pass., Ionic συναπίσταμαι, with aor2 and perf. act., to fall off or revolt along with others, c. dat., or absol., Hdt., Thuc.', 'key': 'sunafi/sthmi'}