Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχάλλω
συνασχολέομαι
συνατιμάζω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλίζομαι
σύναυλος
συναυξάνω
σύναυλος
συναύξησις
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συναφίστημι
συνάχθομαι
συνδαΐζω
συνδαίνυμι
συνδαίτης
View word page
σύναυλος
σύναυλος σύναυλος, ον, αὐλή dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναις) , Soph.: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i. e. afflicted with madness, Soph.

ShortDef

in concert with the aulos
dwelling with, living in the folds with

Debugging

Headword:
σύναυλος
Headword (normalized):
σύναυλος
Headword (normalized/stripped):
συναυλος
IDX:
31189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31224
Key:
su/naulos2

Data

{'content': 'σύναυλος\n σύναυλος, ον,\n αὐλή\n dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναις) , Soph.: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i. e. afflicted with madness, Soph.', 'key': 'su/naulos2'}