Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνάρχω
συνασκέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχάλλω
συνασχολέομαι
συνατιμάζω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλίζομαι
σύναυλος
συναυξάνω
σύναυλος
συναύξησις
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
συναφίστημι
View word page
συναυδάω
συναυδάω fut. ήσω to speak together: to agree, confess, allow, Soph.
ShortDef
to speak together: to agree, confess, allow
Debugging
Headword:
συναυδάω
Headword (normalized):
συναυδάω
Headword (normalized/stripped):
συναυδαω
IDX:
31185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31220
Key:
sunauda/w
Data
{'content': 'συναυδάω\n fut. ήσω\n to speak together: to agree, confess, allow, Soph.', 'key': 'sunauda/w'}