Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύναρχος
συνάρχω
συνασκέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχάλλω
συνασχολέομαι
συνατιμάζω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλίζομαι
σύναυλος
συναυξάνω
σύναυλος
συναύξησις
συναφαιρέω
συναφανίζομαι
View word page
συναυαίνω
συναυαίνω fut. ανῶ to dry quite up, Eur.:—Pass. to be dried up also, Plat.

ShortDef

to dry quite up

Debugging

Headword:
συναυαίνω
Headword (normalized):
συναυαίνω
Headword (normalized/stripped):
συναυαινω
IDX:
31184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31219
Key:
sunauai/nw

Data

{'content': 'συναυαίνω\n fut. ανῶ\n to dry quite up, Eur.:—Pass. to be dried up also, Plat.', 'key': 'sunauai/nw'}