Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναρχία
σύναρχος
συνάρχω
συνασκέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχάλλω
συνασχολέομαι
συνατιμάζω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλίζομαι
σύναυλος
συναυξάνω
σύναυλος
συναύξησις
συναφαιρέω
View word page
συνατιμάζω
συνατιμάζω also, m.p. συνατιμόομαι Pass. to be disgraced with, τινι Plut.

ShortDef

insult or dishonor at the same time

Debugging

Headword:
συνατιμάζω
Headword (normalized):
συνατιμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνατιμαζω
IDX:
31183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31218
Key:
sunatima/zomai

Data

{'content': 'συνατιμάζω\n also, m.p. συνατιμόομαι\n Pass. to be disgraced with, τινι Plut.', 'key': 'sunatima/zomai'}