Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
σύναρχος
συνάρχω
συνασκέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχάλλω
συνασχολέομαι
συνατιμάζω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλίζομαι
σύναυλος
συναυξάνω
σύναυλος
View word page
συνασχάλλω
συνασχάλλω fut. -αλῶ = συνασχᾰλάω, Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνασχάλλω
Headword (normalized):
συνασχάλλω
Headword (normalized/stripped):
συνασχαλλω
IDX:
31181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31216
Key:
sunasxa/llw
Data
{'content': 'συνασχάλλω\n fut. -αλῶ\n = συνασχᾰλάω, Aesch.', 'key': 'sunasxa/llw'}