Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
σύναρχος
συνάρχω
συνασκέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχάλλω
συνασχολέομαι
συνατιμάζω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
συναυλία
συναυλίζομαι
σύναυλος
View word page
συνασπιστής
συνασπιστής συν-ασπιστής, οῦ, ὁ, a shield-fellow, comrade, Soph.

ShortDef

a shield-fellow, comrade

Debugging

Headword:
συνασπιστής
Headword (normalized):
συνασπιστής
Headword (normalized/stripped):
συνασπιστης
IDX:
31179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31214
Key:
sunaspisth/s

Data

{'content': 'συνασπιστής\n συν-ασπιστής, οῦ, ὁ,\n a shield-fellow, comrade, Soph.', 'key': 'sunaspisth/s'}