Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
σύναρχος
συνάρχω
συνασκέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχάλλω
συνασχολέομαι
συνατιμάζω
συναυαίνω
συναυδάω
συναυλέω
View word page
συνασκέω
συνασκέω fut. ήσω to join in practising, Isocr., Dem.

ShortDef

to join in practising

Debugging

Headword:
συνασκέω
Headword (normalized):
συνασκέω
Headword (normalized/stripped):
συνασκεω
IDX:
31176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31211
Key:
sunaske/w

Data

{'content': 'συνασκέω\n fut. ήσω\n to join in practising, Isocr., Dem.', 'key': 'sunaske/w'}