Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
σύναρχος
συνάρχω
συνασκέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
συνασπιστής
συνασχαλάω
συνασχάλλω
συνασχολέομαι
συνατιμάζω
View word page
συναρχία
συναρχία συν-αρχία, ἡ, ἀρχή joint administration, Strab. in pl., αἱ συναρχίαι, the collective magistracy, Arist.

ShortDef

joint administration

Debugging

Headword:
συναρχία
Headword (normalized):
συναρχία
Headword (normalized/stripped):
συναρχια
IDX:
31173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31208
Key:
sunarxi/a

Data

{'content': 'συναρχία\n συν-αρχία, ἡ,\n ἀρχή\n joint administration, Strab.\n in pl., αἱ συναρχίαι, the collective magistracy, Arist.', 'key': 'sunarxi/a'}