Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
σύναρχος
συνάρχω
συνασκέω
συνασπιδόω
συνασπίζω
View word page
συναρμόζω
συναρμόζω Attic -όττω Doric fut. -όξω Pass., perf. -ήρμοσμαι aor1 -ηρμόσθην in physical sense, to fit together, Thuc.; συναρμόζειν βλέφαρα to close them, Eur.:—Pass., λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Hdt. to put together, so as to make a whole, σκάφος, ἵππον Eur.:—Pass., οὐ καλῶς συνηρμοσμένα Dem. to combine in act or thought, Solon., Plat. metaph. to adapt one thing to another, εὐχερείᾳ σ. βροτούς, i. e. to make them indifferent to crime, Aesch.:—Pass., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen. intr. to fit together, agree, Plat., Xen.

ShortDef

to fit together

Debugging

Headword:
συναρμόζω
Headword (normalized):
συναρμόζω
Headword (normalized/stripped):
συναρμοζω
IDX:
31168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31203
Key:
sunarmo/zw

Data

{'content': 'συναρμόζω\n Attic -όττω\n Doric fut. -όξω\n Pass., perf. -ήρμοσμαι\n aor1 -ηρμόσθην\n in physical sense, to fit together, Thuc.; συναρμόζειν βλέφαρα to close them, Eur.:—Pass., λίθοι εὖ συνηρμοσμένοι Hdt.\n to put together, so as to make a whole, σκάφος, ἵππον Eur.:—Pass., οὐ καλῶς συνηρμοσμένα Dem.\n to combine in act or thought, Solon., Plat.\n metaph. to adapt one thing to another, εὐχερείᾳ σ. βροτούς, i. e. to make them indifferent to crime, Aesch.:—Pass., πρὸς παρόντα συνηρμοσμένος Xen.\n intr. to fit together, agree, Plat., Xen.', 'key': 'sunarmo/zw'}