Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
σύναρχος
συνάρχω
συνασκέω
View word page
συναριστεύω
συναριστεύω fut. σω to do brave deeds together, Eur.

ShortDef

to do brave deeds together

Debugging

Headword:
συναριστεύω
Headword (normalized):
συναριστεύω
Headword (normalized/stripped):
συναριστευω
IDX:
31166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31201
Key:
sunaristeu/w

Data

{'content': 'συναριστεύω\n fut. σω\n to do brave deeds together, Eur.', 'key': 'sunaristeu/w'}