Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
σύναρχος
συνάρχω
View word page
συναριστάω
συναριστάω fut. ήσω to take breakfast or luncheon with, τινί Ar., Aeschin.

ShortDef

to take breakfast

Debugging

Headword:
συναριστάω
Headword (normalized):
συναριστάω
Headword (normalized/stripped):
συναρισταω
IDX:
31165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31200
Key:
sunarista/w

Data

{'content': 'συναριστάω\n fut. ήσω\n to take breakfast or luncheon with, τινί Ar., Aeschin.', 'key': 'sunarista/w'}