Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
σύναρχος
View word page
συναριθμέω
συναριθμέω fut. ήσω to reckon in, to take into the account, enumerate, Isae.; so in Mid., Aeschin.:—Pass. to be counted with others, to be taken into account, Arist.

ShortDef

to reckon in, to take into the account, enumerate

Debugging

Headword:
συναριθμέω
Headword (normalized):
συναριθμέω
Headword (normalized/stripped):
συναριθμεω
IDX:
31164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31199
Key:
sunariqme/w

Data

{'content': 'συναριθμέω\n fut. ήσω\n to reckon in, to take into the account, enumerate, Isae.; so in Mid., Aeschin.:—Pass. to be counted with others, to be taken into account, Arist.', 'key': 'sunariqme/w'}