Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
συναρχία
View word page
σύναρθρος
σύναρθρος σύν-αρθρος, ον, ἄρθρον linked together with, Aesch.

ShortDef

linked together with

Debugging

Headword:
σύναρθρος
Headword (normalized):
σύναρθρος
Headword (normalized/stripped):
συναρθρος
IDX:
31163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31198
Key:
su/narqros

Data

{'content': 'σύναρθρος\n σύν-αρθρος, ον,\n ἄρθρον\n linked together with, Aesch.', 'key': 'su/narqros'}