Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
συναρπάζω
συναρτάω
View word page
συναρέσκω
συναρέσκω fut. -αρέσω to please or satisfy together, c. dat., Dem. impers., like Lat. placet, συναρέσκει μοι I am content also, Xen.
ShortDef
to please, mid. to agree with
Debugging
Headword:
συναρέσκω
Headword (normalized):
συναρέσκω
Headword (normalized/stripped):
συναρεσκω
IDX:
31162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31197
Key:
sunare/skw
Data
{'content': 'συναρέσκω\n fut. -αρέσω\n to please or satisfy together, c. dat., Dem.\n impers., like Lat. placet, συναρέσκει μοι I am content also, Xen.', 'key': 'sunare/skw'}