Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
συναρμοστής
View word page
συναραρίσκω
συναραρίσκω to join together. intr. in perf. συνάρηρα, to hang together, Hhymn.

ShortDef

to join together

Debugging

Headword:
συναραρίσκω
Headword (normalized):
συναραρίσκω
Headword (normalized/stripped):
συναραρισκω
IDX:
31160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31195
Key:
sunarari/skw

Data

{'content': 'συναραρίσκω\n to join together. \n intr. in perf. συνάρηρα, to hang together, Hhymn.', 'key': 'sunarari/skw'}