Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
συναρκέομαι
συναρμόζω
συναρμολογέω
View word page
συναπωθέω
συναπωθέω fut. ήσω to push away together, Luc.
ShortDef
to push away together
Debugging
Headword:
συναπωθέω
Headword (normalized):
συναπωθέω
Headword (normalized/stripped):
συναπωθεω
IDX:
31159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31194
Key:
sunapwqe/w
Data
{'content': 'συναπωθέω\n fut. ήσω\n to push away together, Luc.', 'key': 'sunapwqe/w'}