Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
συναριθμέω
συναριστάω
συναριστεύω
View word page
συναποστερέω
συναποστερέω fut. ήσω to help to strip or cheat, τινά τινος one of a thing, Dem.
ShortDef
to help to strip
Debugging
Headword:
συναποστερέω
Headword (normalized):
συναποστερέω
Headword (normalized/stripped):
συναποστερεω
IDX:
31156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31191
Key:
sunapostere/w
Data
{'content': 'συναποστερέω\n fut. ήσω\n to help to strip or cheat, τινά τινος one of a thing, Dem.', 'key': 'sunapostere/w'}