Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
συναραρίσκω
συναράσσω
συναρέσκω
σύναρθρος
View word page
συναπορρήγνυμι
συναπορρήγνυμι fut. -ρήξω to break together, Plut.

ShortDef

to break together

Debugging

Headword:
συναπορρήγνυμι
Headword (normalized):
συναπορρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
συναπορρηγνυμι
IDX:
31153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31188
Key:
sunaporrh/gnumi

Data

{'content': 'συναπορρήγνυμι\n fut. -ρήξω\n to break together, Plut.', 'key': 'sunaporrh/gnumi'}