Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
συναπωθέω
View word page
συναπολογέομαι
συναπολογέομαι Dep. to join in defending, Dem.

ShortDef

to join in defending

Debugging

Headword:
συναπολογέομαι
Headword (normalized):
συναπολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπολογεομαι
IDX:
31149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31184
Key:
sunapologe/omai

Data

{'content': 'συναπολογέομαι\n Dep. to join in defending, Dem.', 'key': 'sunapologe/omai'}