Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
συνάπτω
View word page
συναπόλλυμι
συναπόλλυμι fut. -ολέσω to destroy together, σ. τοὺς φίλους to destroy oneʼs friends as well as oneself, Thuc.; σ. τὰ χρήματα to lose the money also, Dem.:—Pass. to perish together, Thuc.; τινι with one, Hdt.

ShortDef

to destroy together

Debugging

Headword:
συναπόλλυμι
Headword (normalized):
συναπόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
συναπολλυμι
IDX:
31148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31183
Key:
sunapo/llumi

Data

{'content': 'συναπόλλυμι\n fut. -ολέσω\n to destroy together, σ. τοὺς φίλους to destroy oneʼs friends as well as oneself, Thuc.; σ. τὰ χρήματα to lose the money also, Dem.:—Pass. to perish together, Thuc.; τινι with one, Hdt.', 'key': 'sunapo/llumi'}