Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
συναποφαίνω
View word page
συναπολάμπω
συναπολάμπω fut. ψω to shine forth together, Luc.
ShortDef
to shine forth together
Debugging
Headword:
συναπολάμπω
Headword (normalized):
συναπολάμπω
Headword (normalized/stripped):
συναπολαμπω
IDX:
31147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31182
Key:
sunapola/mpw
Data
{'content': 'συναπολάμπω\n fut. ψω\n to shine forth together, Luc.', 'key': 'sunapola/mpw'}