Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
συναποστέλλω
συναποστερέω
View word page
συναπολαμβάνω
συναπολαμβάνω fut. -λήψομαι to receive in common or at once, Xen.
ShortDef
to receive in common
Debugging
Headword:
συναπολαμβάνω
Headword (normalized):
συναπολαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συναπολαμβανω
IDX:
31146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31181
Key:
sunapolamba/nw
Data
{'content': 'συναπολαμβάνω\n fut. -λήψομαι\n to receive in common or at once, Xen.', 'key': 'sunapolamba/nw'}