Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
συναπορρήγνυμι
συναποσβέννυμι
View word page
συναποκάμνω
συναποκάμνω fut. -καμοῦμαι to cease from weariness together, Eur.
ShortDef
to cease from weariness together
Debugging
Headword:
συναποκάμνω
Headword (normalized):
συναποκάμνω
Headword (normalized/stripped):
συναποκαμνω
IDX:
31144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31179
Key:
sunapoka/mnw
Data
{'content': 'συναποκάμνω\n fut. -καμοῦμαι\n to cease from weariness together, Eur.', 'key': 'sunapoka/mnw'}