Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
συναποπέμπω
View word page
συναποθνῄσκω
συναποθνῄσκω fut. -θανοῦμαι to die together with another, c. dat., Hdt.: absol. to die with one, Plat.
ShortDef
to die together with
Debugging
Headword:
συναποθνῄσκω
Headword (normalized):
συναποθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
συναποθνησκω
IDX:
31142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31177
Key:
sunapoqnh/skw
Data
{'content': 'συναποθνῄσκω\n fut. -θανοῦμαι\n to die together with another, c. dat., Hdt.: absol. to die with one, Plat.', 'key': 'sunapoqnh/skw'}