Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναπαρτίζω
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
συναπομαραίνομαι
συναπονεύω
View word page
συναποδοκιμάζω
συναποδοκιμάζω fut. σω to join in reprobating, τι, Xen.

ShortDef

to join in reprobating

Debugging

Headword:
συναποδοκιμάζω
Headword (normalized):
συναποδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
συναποδοκιμαζω
IDX:
31141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31176
Key:
sunapodokima/zw

Data

{'content': 'συναποδοκιμάζω\n fut. σω\n to join in reprobating, τι, Xen.', 'key': 'sunapodokima/zw'}