Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναπάγω
συναπαίρω
συναπαρτίζω
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
συναπολογέομαι
View word page
συναπόδημοι
συναπόδημοι συν-απόδημοι, οἱ, those who live abroad together, Arist.
ShortDef
those who live abroad together
Debugging
Headword:
συναπόδημοι
Headword (normalized):
συναπόδημοι
Headword (normalized/stripped):
συναποδημοι
IDX:
31139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31174
Key:
sunapo/dhmoi
Data
{'content': 'συναπόδημοι\n συν-απόδημοι, οἱ,\n those who live abroad together, Arist.', 'key': 'sunapo/dhmoi'}