Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συναοιδός
συναπάγω
συναπαίρω
συναπαρτίζω
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
συναπολάμπω
συναπόλλυμι
View word page
συναποδημέω
συναποδημέω fut. ήσω to be abroad together, Arist.
ShortDef
to be abroad together
Debugging
Headword:
συναποδημέω
Headword (normalized):
συναποδημέω
Headword (normalized/stripped):
συναποδημεω
IDX:
31138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31173
Key:
sunapodhme/w
Data
{'content': 'συναποδημέω\n fut. ήσω\n to be abroad together, Arist.', 'key': 'sunapodhme/w'}