Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνανύτω
συναξιόω
συναοιδός
συναπάγω
συναπαίρω
συναπαρτίζω
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
συναπολαμβάνω
View word page
συναποβαίνω
συναποβαίνω fut. -βήσομαι to disembark together with, τινί Hdt.

ShortDef

to disembark together with

Debugging

Headword:
συναποβαίνω
Headword (normalized):
συναποβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συναποβαινω
IDX:
31136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31171
Key:
sunapobai/nw

Data

{'content': 'συναποβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to disembark together with, τινί Hdt.', 'key': 'sunapobai/nw'}