Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνάντομαι
συνανύτω
συναξιόω
συναοιδός
συναπάγω
συναπαίρω
συναπαρτίζω
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
συναποκάμνω
συναποκτείνω
View word page
συναπεχθάνομαι
συναπεχθάνομαι Dep. to become an enemy together, Plut.
ShortDef
to become an enemy together
Debugging
Headword:
συναπεχθάνομαι
Headword (normalized):
συναπεχθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
συναπεχθανομαι
IDX:
31135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31170
Key:
sunapexqa/nomai
Data
{'content': 'συναπεχθάνομαι\n Dep. to become an enemy together, Plut.', 'key': 'sunapexqa/nomai'}