Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συναντιάζω
συναντλέω
συνάντομαι
συνανύτω
συναξιόω
συναοιδός
συναπάγω
συναπαίρω
συναπαρτίζω
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
συναπογράφομαι
συναποδημέω
συναπόδημοι
συναποδιδράσκω
συναποδοκιμάζω
συναποθνῄσκω
συναποικίζω
View word page
συναπειλέω
συναπειλέω fut. ήσω to threaten at the same time, Luc.

ShortDef

to threaten at the same time

Debugging

Headword:
συναπειλέω
Headword (normalized):
συναπειλέω
Headword (normalized/stripped):
συναπειλεω
IDX:
31133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31168
Key:
sunapeile/w

Data

{'content': 'συναπειλέω\n fut. ήσω\n to threaten at the same time, Luc.', 'key': 'sunapeile/w'}