Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνανατρέχω
συναναφθέγγομαι
συναναφύρω
συναναχρέμπτομαι
συνανίστημι
συναντάω
συνάντησις
συναντιάζω
συναντλέω
συνάντομαι
συνανύτω
συναξιόω
συναοιδός
συναπάγω
συναπαίρω
συναπαρτίζω
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
συναπεχθάνομαι
συναποβαίνω
View word page
συνανύτω
συνανύτω συνανύτω, to come to an end with, c. dat., Aesch. συνανύω to arrive together, Plut.
ShortDef
to come to an end with
Debugging
Headword:
συνανύτω
Headword (normalized):
συνανύτω
Headword (normalized/stripped):
συνανυτω
IDX:
31126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31161
Key:
sunanu/tw
Data
{'content': 'συνανύτω\n συνανύτω, to come to an end with, c. dat., Aesch.\n συνανύω to arrive together, Plut.', 'key': 'sunanu/tw'}