Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνανατίθημι
συνανατολή
συνανατρέχω
συναναφθέγγομαι
συναναφύρω
συναναχρέμπτομαι
συνανίστημι
συναντάω
συνάντησις
συναντιάζω
συναντλέω
συνάντομαι
συνανύτω
συναξιόω
συναοιδός
συναπάγω
συναπαίρω
συναπαρτίζω
συνάπας
συναπειλέω
συναπεργάζομαι
View word page
συναντλέω
συναντλέω fut. ήσω to drain along with, σ. πόνους τινί to join him in bearing all his sufferings, Lat. una exhaurire labores, Eur.

ShortDef

to drain along with

Debugging

Headword:
συναντλέω
Headword (normalized):
συναντλέω
Headword (normalized/stripped):
συναντλεω
IDX:
31124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31159
Key:
sunantle/w

Data

{'content': 'συναντλέω\n fut. ήσω\n to drain along with, σ. πόνους τινί to join him in bearing all his sufferings, Lat. una exhaurire labores, Eur.', 'key': 'sunantle/w'}